Κρητηνδε

Κρητηνδε
    Κρήτηνδε
    Κρήτην-δε
    adv. на Крит Hom.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "Κρητηνδε" в других словарях:

  • Κρήτηνδε — (Α) επίρρ. στην Κρήτη, προς την Κρήτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κρήτη + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. Ιθάκην δε, Κύπρον δε)] …   Dictionary of Greek

  • Κρήτηνδε — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάγω — (AM κατάγω) 1. μέσ. κατάγομαι έλκω την καταγωγή, προέρχομαι («κατάγεται από την Ήπειρο») 2. φρ. «κατάγω θρίαμβο(ν)» ή «κατάγω νίκη(ν)» νικώ, θριαμβεύω αρχ. 1. οδηγώ προς τα κάτω, φέρω προς τα κάτω «τὴν ἐκ τῶν ὀρῶν ὕλην κατῆγον εἰς τὸ ἄστυ»,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»